Δαλάι Λάμα — Τίτλος του εκάστοτε πνευματικού και –μέχρι το 1950– πολιτικού αρχηγού του Θιβέτ, που θεωρείται ζωντανή ενσάρκωση του βοδισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα (συμβόλου μίας από τις πιο ανθρώπινες πράξεις του Βούδα, δηλαδή του ελέους) ή Παντμαπάνι. Αρχικά ο Δ.Λ … Dictionary of Greek
λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… … Dictionary of Greek
βοδισάτβα — (bodhisattva).Κατά τη βουδιστική αίρεση Maχαγιάνα (= μεγάλο όχημα), β. ονομάζονται τα άτομα που έχουν φτάσει μέχρι τη νιρβάνα,όπως ο Βούδας, αλλά τα οποία δεν απέκτησαν την ιδιότητα του Βούδα διότι θέλησαν να μείνουν μεταξύ των ανθρώπων και να… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek